- θεμελίους
- θεμέλιοςofmasc/fem acc plθεμελιόωto lay the foundation ofimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
основаниѥ — ОСНОВАНИ|Ѥ (94), ˫А с. 1.Основание, опорная часть предмета: ѹтверди нозѣ мои на недвижимѣмь ѡсновании. СбЯр XIII2, 160; Аще древо сѹсѣда моего… велико простеръ корениѥ ѡснованию домѹ… вредъ творить… да понѹж(д)енъ бѹдеть сѹсѣдъ мои посѣщи ю.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… … Dictionary of Greek
προεγκαταβάλλω — Α εγκαταβάλλω* προηγουμένως («προεγκαταβάλλω τοὺς θεμέλιους», Ευσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκαταβάλλω «ρίχνω μέσα σε κάτι»] … Dictionary of Greek